- συμπεθεριά
- [симпэтэрьа] ουσ. Θ. родство по браку,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
συμπεθεριά — συμπεθεριά, η και συμπεθεριό, το 1. σύναψη συγγενικών σχέσεων «εξ επιγαμίας». 2. το σύνολο των συμπεθέρων: Τους επισκέφθηκε το συμπεθεριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπεθεριά — η / συμπε(ν)θερία, ΝΜ [συμπέ(ν)θερος] 1. η εξ αγχιστείας συγγένεια 2. συνεκδ. συνοικέσιο, προξενιό … Dictionary of Greek
συμπεθεριό — το, τ. πληθ. και συμπεθέρια, Ν [συμπέθερος] 1. η συμπεθεριά 2. συνεκδ. οι συμπέθεροι ως σύνολο … Dictionary of Greek
συμπεθεριακός — ιά, ό, Ν [συμπεθεριά] συμπεθερικός … Dictionary of Greek